- ἀμύνοντας
- ἀμύ̱νοντας , ἀμύνωkeep offpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀμύνοντας — Ἀμύνων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)